- επικοιμώμαι
- ἐπικοιμῶμαι, -άομαι (Α) [κοιμώμαι]1. κοιμάμαι μετά από κάτι2. (απολ.) πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι («ἀλλά μοι δοκεῑς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», Πλάτ.)3. (για πρόσ.) στον ύπνο συμπιέζω κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν νύκτα ώς ἐπεκοιμήθη ἐπ’ αὐτόν», ΠΔ)4. κοιμάμαι πάνω σε κάτι («ἐπεκοιμᾱτο αὐτοῑς», δηλ. τοῑς βιβλίοις, Λουκιαν.)5. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικεκοιμημένος, -η, -οναδιάφορος, αμελής.
Dictionary of Greek. 2013.